ἐντορνεύω
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
A turn by the lathe, in pf. Pass. ἐντετορνεύσθω Hero Aut. 16.2.
German (Pape)
[Seite 857] eindrechseln, oft v.l. des Vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντορνεύω: κατασκευάζω διὰ τοῦ τόρνου, Ἥρων Αὐτομ. 259. 19· ἴδε τὸ προηγ.
Spanish (DGE)
1 mec. trabajar al torno en perf. pas. ἐντετορνεύσθω σωλήν Hero Aut.16.2.
2 cincelar, grabar ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάς Cyr.Al.M.70.1261A, cf. Dial.Trin.1.412d, en v. pas. Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν δέκα λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατο Ps.Caes.46.8, λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλος adoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada Cyr.Al.M.70.1373B.
3 fig. infligir ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόν Nil.M.79.1133B.
Greek Monolingual
(Α ἐντορνεύω)
σχηματίζω κοιλότητες με τόρνο, τορνεύω κάτι εσωτερικά, κατασκευάζω κάτι με τόρνο, το περνώ από τόρνο.
Russian (Dvoretsky)
ἐντορνεύω: Plut. = ἐντορεύω.