ἐξημαρτημένως
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Adv., (ἐξαμαρτάνω) A wrongly, to no purpose, Pl.Lg. 891d.
German (Pape)
[Seite 881] fehlerhaft, schlecht, Ggstz εὖ, Plat. Legg. X, 891 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξημαρτημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ἐξαμαρτάνω, ἐσφαλμένως, ἀδίκως, ἀνωφελῶς, Πλάτ. Νόμοι 8911).