ἐριήκοος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον, (ἀκοή) A sharp of hearing, λεπτῆς ἀϋτῆς Orph.L.468.
German (Pape)
[Seite 1028] scharf hörend, Orph. Lith. 462.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριήκοος: -ον, (ἀκούω) ἔχων ὀξεῖαν τὴν ἀκοήν, Ὀρφ. Λιθ. 462.
Greek Monolingual
ἐριήκοος, -ον (Α)
αυτός που έχει οξεία ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ηκοος (< ακούω)].