ἀβρώς
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, A not devoured; hence, not bitten by mosquitoes, AP9.764 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 5] ῶτος, P. Hil. 66 (IX, 764), τέχνη ἀνέρα ἀβρῶτα φυλάσσει, schützt den Mann, daß er nicht von Mücken (verzehrt) geplagt wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) = νῆστις Παῦλ. Σιλ. 66. παρ’ Ἀθην. 9. 764· τέχνη ἀνέρα ἀβρῶτα φυλάσσει· διορθωθὲν ὑπὸ Κοβήτου ἀντί: ἄβρωτος ἐν Σοφ. Ἀπ. 796.
Spanish (DGE)
-ῶτος
no devorado, no picado (por los mosquitos) ἀβρῶτα μεσημβριάοντα φυλάσσει AP 9.764 (Paul.Sil.).
• Etimología: Cf. βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀβρώς: ῶτος adj. несъеденный, неискусанный: μυιάων κέντρον ἀβρῶτά τινα ἀλευόμενον φυλάσσειν Anth. защищать кого-л. от жала мух (о пологе).