ἀμφίζευκτος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον, A joined from both sides, A.Pers.130.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
-ον
uncido por ambas orillas del Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.
Greek Monolingual
ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίζευκτος: соединенный с обеих сторон мостом (πρων αἴας Aesch.).