ἀνελάττωτος

From LSJ
Revision as of 18:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελάττωτος Medium diacritics: ἀνελάττωτος Low diacritics: ανελάττωτος Capitals: ΑΝΕΛΑΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: aneláttōtos Transliteration B: anelattōtos Transliteration C: anelattotos Beta Code: a)nela/ttwtos

English (LSJ)

ον, A undiminished, Procl.in Alc.p.16C. Adv. -τως Id.Inst.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελάττωτος: -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no disminuido τῆς ἐνεργείας εἶδος Procl.in Alc.16.4.
2 adv. -ως sin disminución τὰ δεύτερα ὑφίστησιν ἀκινήτως καὶ ἀνελαττώτως produce los efectos secundarios sin movimiento ni disminución Procl.Inst.27.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνελάττωτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ελαττωθεί, ο αμείωτος.