ἀνθοβαφής

From LSJ
Revision as of 14:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοβᾰφής Medium diacritics: ἀνθοβαφής Low diacritics: ανθοβαφής Capitals: ΑΝΘΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: anthobaphḗs Transliteration B: anthobaphēs Transliteration C: anthovafis Beta Code: a)nqobafh/s

English (LSJ)

ές, A bright-coloured, στρωμνή Antyll. ap. Orib.9.14.7, cf. Ph.2.274; ἐσθής S.E.P.1.148; πέδιλα Luc.Am.41; γῆ IG7.1802.

German (Pape)

[Seite 232] ές, buntgefärbt, Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοβᾰφής: -ές, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα ἀνθηρόν, ἔχων λαμπρὸν χρῶμα, στρωμναὶ ἀνθοβαφεῖς παντοίων χρωμάτων Φίλων τ. 2, σ. 478. 44· ἐσθὴς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 148· πέδιλα Λουκ. Ἔρωτ. 41.

Spanish (DGE)

-ές
teñido de colores vivos στρωμνή Antyll. en Orib.9.14.7, cf. Ph.2.274, ἐσθής S.E.P.1.148, πέδιλα Luc.Am.41, fig. γῆ IG 7.1802.

Greek Monolingual

ἀνθοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με χρώματα ζωηρά.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοβᾰφής: ярко раскрашенный (πέδιλα Luc.; ἐσθής Sext.).