ἀνιτέον
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
verb. Adj. of ἄνειμι, A one must return, ὅθεν ἐξέβημεν D.H. Lys.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄνειμι, δεῖ ἀνιέναι, πρέπει τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἀνιτέον δὲ ὅθεν ἐξέβημεν εἰς ταῦτα Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 13.
Spanish (DGE)
hay que volver ὅθεν ἐξέβημεν εἰς ταῦτα D.H.Lys.13.
Greek Monolingual
ἀνιτέον (ρημ. επίθ.) (Α) άνειμι
πρέπει να επιστρέψει (κάποιος).