σῶτρον
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
τό,
A wooden felloe of the wheel (the iron hoop or tire being ἐπίσωτρον), Poll.1.144, 10.53; cf. σωτεύματα.