ἀποδερματίζω
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
A flay, strip, Androm. ap. Gal.12.991, Sch.Nic.Al. 301, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδερματίζω: ἐκδέρω, «γδέρνω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 301, Ἡσυχ.: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. - ισμός, ὁ, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
arrancar, quitar τύλους Androm. en Gal.12.991, en v. pas. Sch.Nic.Al.301, Hsch.
Greek Monolingual
ἀποδερματίζω (Α)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω.