ἄπληγος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ον, (πληγή) A not smitten with disease, etc., PMag.Par. 1.1063.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληγος: -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ πνεύμων ὥσπερ στρῶμα ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.
Spanish (DGE)
-ον
no apaleado μενῶ ἄπληγος me libraré de la paliza, Vit.Aesop.W.57, cf. PRein.92.11 (IV d.C.)
•como oxímoron ἄ. πληγή Ephr.Syr.3.468B
•fig. no atacado por la enfermedad PMag.4.1063.