ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
ἱερεῑον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) ιερεύς
1. το ζώο που σφαζόταν για θυσία («ἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.)
2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό
3. θυσία προς τιμή τών νεκρών.