θηριοτροφείο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α θηριοτροφεῑον) θηριοτρόφος
1. ο χώρος (συνήθως κλουβιά) όπου κλείνονται και τρέφονται άγρια ζώα με σκοπό τη μελέτη τους από ειδικούς ή την παρουσίασή τους στο κοινό
νεοελλ.
1. συλλογή ζώων που είναι κλεισμένα σε κλουβιά
2. μτφ. θορυβώδης όμιλος ή συγκέντρωση ανθρώπων που διαπληκτίζονται και ασχημονούν
3. μτφ. συγκέντρωση άσχημων γυναικών
4. μτφ. ειρωνικός χαρακτηρισμός τάξης άτακτων μαθητών ή ολόκληρου σχολείου
5. μτφ. ειρωνικός χαρακτηρισμός οικογένειας που τα μέλη της αλληλοτρώγονται σαν θηρία.