Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(I)τὸ, Αὡρεῑον, σιταποθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + -λόγιον].(II)τὸ, ΜΑβλ. ωρολόγιο.