εὐκατάγνωστος

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάγνωστος Medium diacritics: εὐκατάγνωστος Low diacritics: ευκατάγνωστος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eukatágnōstos Transliteration B: eukatagnōstos Transliteration C: efkatagnostos Beta Code: eu)kata/gnwstos

English (LSJ)

ον, A blameworthy, Mitteis Chr.31 viii 11 (ii B. C.), EM400.6.

German (Pape)

[Seite 1073] tadelhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάγνωστος: -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.

Greek Monolingual

εὐκατάγνωστος, -ον (Α)
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-γνωστος (< κατα-γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α-κατά-γνωστος].