εὐδιήγητος
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ον, A easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.
Greek Monolingual
εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιήγητος: легко излагаемый: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию.