εὑρεσιέπεια
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A v. εὑρησι-.
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, das Wortefinden, -machen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσιέπεια: -επέω, ἴδε εὑρησιέπεια, εὑρησιεπέω.
Greek Monolingual
εὑρεσιέπεια, ἡ (Α)
βλ. ευρησιέπειο.