εὔφυλλος

From LSJ
Revision as of 13:08, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφυλλος Medium diacritics: εὔφυλλος Low diacritics: εύφυλλος Capitals: ΕΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: eúphyllos Transliteration B: euphyllos Transliteration C: eyfyllos Beta Code: eu)/fullos

English (LSJ)

ον, A leafy, Νεμέα Pi.1.6(5).61; δάφνα E.IT1246 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1107] schön belaubt, blätterreich, Pind. Νεμέα, I. 5, 58; δάφνη Eur. I. T 1246; sp. D., ἀκρέμονες Gaetul. 3 (VI, 190), wie Ap. Rh. 4,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles feuilles ou au feuillage abondant.
Étymologie: εὖ, φύλλον.

English (Slater)

εὔφυλλος, -ον
   1 leafy ἀπ' εὐφύλλου Νεμέας (ἐπιδόξου Σ, cf. φύλλον) (I. 6.61)

Greek Monolingual

εὔφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά και ωραία φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φύλλον.

Greek Monotonic

εὔφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει καλά και άφθονα φύλλα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφυλλος: густолиственный (Νεμέα Pind.; δάφνη Eur.).

Middle Liddell

εὔ-φυλλος, ον φύλλον
well-leafed, Pind., Eur.