οἰκίδιος

From LSJ
Revision as of 16:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκίδιος Medium diacritics: οἰκίδιος Low diacritics: οικίδιος Capitals: ΟΙΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: oikídios Transliteration B: oikidios Transliteration C: oikidios Beta Code: oi)ki/dios

English (LSJ)

[ῐδ], α, ον, A = οἰκεῖος, domestic, Opp.C.1.473.

German (Pape)

[Seite 301] = οἰκεῖος, Sp., wie Opp. Cyn. 1, 472.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίδιος: -α, -ον, = οἰκεῖος, Ὀππ. Κ. 1. 473.

Greek Monolingual

οἰκίδιος, -ία, -ον (Α)
1. οικείος, οικιακός, σπιτικός
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μητρ-ίδιος)].