οἰκουροκαθέδριος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
βίος, A home-keeping and sedentary life, Tz.H.1.287.
Greek Monolingual
οἰκουροκαθέδριος, -ον (Μ)
φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» — μονήρης βίος, οικιακός βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»].