οἶσθα
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
οἶσθας, A v. Εἴδω B. ὀϊσθείς, v. οἴομαι.
German (Pape)
[Seite 312] du weißt, von οἶδα, s. ειδω.
Greek (Liddell-Scott)
οἶσθα: οἶσθας, ἴδε ἐν λ. *εἴδω Β.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. de οἶδα.
English (Autenrieth)
see εἴδω, II.
Greek Monotonic
οἶσθα: οἶσθας, βʹ ενικ. παρακ. (με σημασία ενεστ.) του *εἴδωΒ.
Russian (Dvoretsky)
οἶσθα: 2 л. sing. к οἶδα.