τεκμαρτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.
Greek (Liddell-Scott)
τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.
Full diacritics: τεκμαρτικός | Medium diacritics: τεκμαρτικός | Low diacritics: τεκμαρτικός | Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: tekmartikós | Transliteration B: tekmartikos | Transliteration C: tekmartikos | Beta Code: tekmartiko/s |
ή, όν, A skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.
τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.
-ή, -όν, Α τεκμαρτός
ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων.