τιμοῦς
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
οῦσσα, οῦν, A high-priced, Comp. τιμούστερος IPE12.32A61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμοῦς: οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.
Greek Monolingual
-οῦσα και -οῦσσα, -οῦν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῦ σίτου]», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. -όεις / -οῦς (βλ. λ. -όεις)].