τοξευτικός

From LSJ
Revision as of 13:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξευτικός Medium diacritics: τοξευτικός Low diacritics: τοξευτικός Capitals: ΤΟΞΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: toxeutikós Transliteration B: toxeutikos Transliteration C: tokseftikos Beta Code: toceutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of archery, ἡ τ. (sc. τέχνη) Gal. Thras. 45, cf. Eust.40.22.

German (Pape)

[Seite 1128] zum Bogenschützen, zum Schießen mit dem Bogen gehörig, geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοξευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τοξευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τοξεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόξευση
2. το θηλ. ως ουσ. η τοξευτική
η τέχνη του να τοξεύει κανείς.