ταβάσιος

From LSJ
Revision as of 13:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταβάσιος Medium diacritics: ταβάσιος Low diacritics: ταβάσιος Capitals: ΤΑΒΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tabásios Transliteration B: tabasios Transliteration C: tavasios Beta Code: taba/sios

English (LSJ)

ὁ, perhaps A = τοπάζιος, PHolm.11.38; λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι<ν> ib.4.12; ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος ib.8.7.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τοπάζι («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, αντί της λ. τοπάζιον].