τριακοντάπους

From LSJ
Revision as of 13:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντᾰπους Medium diacritics: τριακοντάπους Low diacritics: τριακοντάπους Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: triakontápous Transliteration B: triakontapous Transliteration C: triakontapous Beta Code: triakonta/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, A of thirty feet, βάθος D.H.9.68.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψοςβάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.

Greek Monolingual

και τριακοντόπους, -οδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός].