ἀπόσταγμα

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσταγμα Medium diacritics: ἀπόσταγμα Low diacritics: απόσταγμα Capitals: ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: apóstagma Transliteration B: apostagma Transliteration C: apostagma Beta Code: a)po/stagma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which trickles down, κυκεῶνος Tz.ad Lyc. 607, EM538.16.

German (Pape)

[Seite 326] τό, das Herabgetröpfelte, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσταγμα: τὸ τὸ στάζον ἀπό τινος, ἀπόσταγμα κυκεῶνος Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 607.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
goteo, chorreo τοῦ κυκεῶνος Tz.ad Lyc.607, EM 538.16G., τῆς σταφυλῆς Epaphr.51.

Greek Monolingual

το (Μ ἀπόσταγμα) νεοελλ. υγρό που προήλθε από απόσταξη διαφόρων υλών
μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.