τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Full diacritics: ἠρεμάζω | Medium diacritics: ἠρεμάζω | Low diacritics: ηρεμάζω | Capitals: ΗΡΕΜΑΖΩ |
Transliteration A: ēremázō | Transliteration B: ēremazō | Transliteration C: iremazo | Beta Code: h)rema/zw |
A to be still, silent, esp. from grief, LXX2 Es.9.3.
[Seite 1175] still sein, vor Trauer, LXX.
ἠρεμάζω: εἶμαι ἥσυχος, σιωπῶ, ἰδίως ἐκ θλίψεως, Ἑβδ. (Β΄ Ἔσδρ. 9. 3).
ἠρεμάζω (Α) ηρέμα
είμαι ήσυχος, παραμένω σιωπηλός.