ἰαμβώδης
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ες, A iambic, scurrilous, ἐπίδειξις Philostr.VA6.11.
German (Pape)
[Seite 1233] ες, jambenartig, bei Philostr. schmähsüchtig, neben φιλολοίδορος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβώδης: -ες, (εἶδος) ἰαμβικός, σατυρικός, Φιλόστρ. 246.