ἰοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 09:50, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοπλόκᾰμος Medium diacritics: ἰοπλόκαμος Low diacritics: ιοπλόκαμος Capitals: ΙΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: ioplókamos Transliteration B: ioplokamos Transliteration C: ioplokamos Beta Code: i)oplo/kamos

English (LSJ)

ον, A with dark locks, Μοῖσαι Pi.P.1.1,cf. Simon.18.

German (Pape)

[Seite 1256] veilchen-, d. i. dunkellockig, Μοῖσα Pind. P. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μέλανας πλοκάμους, ἰοπλοκάμων Μοισᾶν Πινδ. Π. 1. 2, Σιμωνίδ. 21.

English (Slater)

ῐοπλόκᾰμος, -ον
   1 with violet hair ἰοπλοκάμων Μοισᾶν (P. 1.1)

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλοπλόκαμος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοπλόκᾰμος: (ῐ) с иссиня-черными волосами, темноволосый (Μοῖσα Pind.).