ἱδρώδης
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
English (LSJ)
ες, A accompanied by perspiration, Hp.Epid.5.73, 7.51.
German (Pape)
[Seite 1239] ες, zum Schwitzen geneigt, schwitzend, schweißig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρώδης: -ες, ὁ, εὐκόλως ἱδρώνων, Ἱππ. 1157D, 1225Β.
Greek Monolingual
ἱδρώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που ιδρώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + κατάλ. -ώδης].