ὀμιχλώδης

Revision as of 12:28, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. ὀμιχλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.