ὁμιχλώδης
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
German (Pape)
[Seite 332] ες, nebelartig, wolkig, trübe; καὶ τὸ νοτερόν, Tim. Locr. 99 c; ἡμέρα, Pol. 3, 84, 1; ἀχλύς, 34, 11, 15; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ὁμιχλώδης:
1 туманный, мглистый (ἡμέρα Polyb.; νύκτες Plut.);
2 похожий на туман (ἀναθυμίασις Plut.).