ὀρνιθοσκοπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A = ὀρνιθομαντεία, Phleg. 37J.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, die Vogelschau und das Wahrsagen daraus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοσκοπία: ἡ, = ὀρνιθομαντεία, Ἀποστολ. Διαταγ. Βασιλ., κτλ.
Greek Monolingual
ὀρνιθοσκοπία, ἡ (Α) ορνιθοσκόπος
πρόβλεψη του μέλλοντος από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής πτηνών, ορνιθομαντεία.