καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Full diacritics: ὀνόρυγχος | Medium diacritics: ὀνόρυγχος | Low diacritics: ονόρυγχος | Capitals: ΟΝΟΡΥΓΧΟΣ |
Transliteration A: onórynchos | Transliteration B: onorynchos | Transliteration C: onorygchos | Beta Code: o)no/rugxos |
ἡ, a plant, A bunilla, Gloss.
[Seite 350] ἡ, Eselsschnauze, eine Pflanze, Diosc.
ὀνόρυγχος: ἡ, φυτόν τι, Γλωσσ.
ὀνόρυγχος, ἡ (Μ)
είδος άγριου ακανθώδους φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ῥύγχος.