ὑλακόεις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
εσσα, εν, A howling, χόλος Opp.H.1.721. [ῡ in dact. verse.]
German (Pape)
[Seite 1176] εσσα, εν, bellig, bellend, χόλος, Opp. Hal. 1, 721.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλακόεις: εσσα, εν, ὁ ὑλακτῶν, γαυγύζων, χόλος Ὀππ. Ἁλ. 1. 721. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή + κατάλ. -όεις].