ὁλόλιθος

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόλῐθος Medium diacritics: ὁλόλιθος Low diacritics: ολόλιθος Capitals: ΟΛΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: holólithos Transliteration B: hololithos Transliteration C: ololithos Beta Code: o(lo/liqos

English (LSJ)

ον, A of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.

German (Pape)

[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλιθος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο
2. αυτός που αποτελείται ολόκληρος μόνο από λίθους.