ὑδρωπισμός

From LSJ
Revision as of 13:37, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρωπισμός Medium diacritics: ὑδρωπισμός Low diacritics: υδρωπισμός Capitals: ΥΔΡΩΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hydrōpismós Transliteration B: hydrōpismos Transliteration C: ydropismos Beta Code: u(drwpismo/s

English (LSJ)

ὁ, A = ὑδρωπίασις, Asclep. ap. Cael.Aur.CPi.14.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπισμός: -όν, = ὑδρωπίασις, Cael. Aur. Acut. 1, 14, § 108.

Greek Monolingual

ο / ὑδρωπισμός, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ.
1. παθολογική κατάσταση που οφείλεται στον ύδρωπα
2. τάση για ύδρωπα και για οιδήματα
αρχ.
ύδρωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, -ωπος + -ισμός].