ὑπερίνησις
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
εως, ἡ, A violent purging, Hp.Loc.Hom. 47.
German (Pape)
[Seite 1197] ἡ, übermäßige Ausleerung od. Reinigung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίνησις: -εως, ἡ, βιαία κένωσις περιττωμάτων, Ἱπποκρ. 424. 10.