ὕδραυλις
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
εως, ἡ, A hydraulic organ, invented by Ctesibius, Ath.4.174b, cf. Aristocl.ib.c, Ph.Bel.77.43 (-ὴν codd.), Hero Spir.1.28, Simp. in Ph. 681.7; described by Hero Spir.1.42:—so τὸ ὑδραυλικὸν A ὄργανον Aristocl. l. c., Hero Spir.1.42.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδραυλις: -εως, ἡ, (αὐλέω) ὑδραυλικόν τι μουσικὸν ὄργανον, εὕρημα Ἀλεξανδρέως τινὸς κουρέως τὴν τέχνην οὗ τὸ ὄνομα ἦν Κτησίβιος, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 174Β· περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἡδύλου αὐτόθι 497D· ὡσαύτως ὕδραυλος, ὁ, Schneid. Ἐκλογ. Φυσ. 310. 97· hydraulus παρὰ Κικέρωνι· - οὕτω, τὸ ὑδραυλικὸν ὄργανον Ἀθήν. 174C.