ἀποξένωσις

Revision as of 20:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A living abroad, Plu. Pomp.80. 2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
séjour à l’étranger.
Étymologie: ἀποξενόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 estancia en un país extranjero διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσιν Plu.2.649e, cf. Pomp.80.
2 exilio, destierro ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεως Paul.Al.25.15, cf. 56.13, πατρίδος Gr.Naz.M.35.864D, αὐτοῦ Aq.Abd.12.

Greek Monotonic

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, διαμονή στην αλλοδαπή, μετανάστευση ή ταξίδι σε ξένο τόπο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξένωσις: εως ἡ пребывание на чужбине Plut.

Middle Liddell

[from ἀποξενόω
a living abroad, Plut.