ἀνάπλυσις
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
εως, ἡ, washing or rinsing out, Arist.Insomn.460a17.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, das Auswaschen, Ausspülen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλῠσις: -εως, τὸ ἀναπλύνειν, τὸ «ξέβγασμα», Ἀριστ. π. Ἐνύπν. 2. 11.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ lavado Arist.Insomn.460a17.
Greek Monolingual
ἀνάπλυσις (-εως), η (Α)
ξαναπλύσιμο, ξέβγαλμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπλῠσις: εως ἡ смывание, ополаскивание (ἔκμαξις καὶ ἀ. Arst.).