ξέβγαλμα
From LSJ
Greek Monolingual
και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το
1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση του διαλυμένου σαπουνιού ή του απορρυπαντικού, ξέπλυμα
2. κατευόδωση, προπομπή
3. αποπλάνηση, διαφθορά
4. αφαίρεση της ζωής κάποιου με βίαιο και δόλιο τρόπο
5. η συνοδεία κάποιου προκειμένου να περάσει από τόπο ή χώρο όπου κατοικούν εχθροί του.