κόμα

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

English (Slater)

κόμα (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl.,
   1 hair ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.

Russian (Dvoretsky)

κόμᾱ: ἁ дор. Pind. = κόμη.