ἁνίοχος

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek (Liddell-Scott)

ἁνίοχος: Δωρ. ἀντὶ ἡνίοχος, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον Πινδ. Ν. 6. 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. c. ἡνίοχος.

English (Slater)

ᾱνῐοχος
   1 chariot driver ἐν τεσσαρά- κοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.50) met., Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον i. e. a trainer (N. 6.66)

Russian (Dvoretsky)

ἁνίοχος: ὁ дор. = ἡνίοχος.