αὐλῳδικός
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ή, όν, belonging to αὐλῳδία, νόμοι ib.1132c, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλῳδικός: -ή, -όν, ὁ τῆς αὐλῳδίας, ὁ ἀνήκων εἰς αὐλωδίαν, Πλούτ. 2. 1132C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’art de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλῳδός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
tocado a la flauta νόμοι Plu.2.1132c, d, f, 1133a, 1134d.
Greek Monolingual
αὐλῳδικός, -ή, -όν (Α) αυλῳδία
αυτός που αναφέρεται στην αυλωδία.
Russian (Dvoretsky)
αὐλῳδικός: Plut. = αὐλητικός.