οἱ
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
French (Bailly abrégé)
ou dev. un enclit. οἵ;
plur. masc. de l’art. ὁ, ἡ, τό.
Greek Monotonic
οἱ: ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου ὁ· I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.
Russian (Dvoretsky)
οἱ: перед энкл. οἵ pl. к ὁ.