ὀνειροπολικός

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπολικός Medium diacritics: ὀνειροπολικός Low diacritics: ονειροπολικός Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: oneiropolikós Transliteration B: oneiropolikos Transliteration C: oneiropolikos Beta Code: o)neiropoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for dreaming : τὸ ὀνειροπολικόν the art of interpreting dreams, Placit.5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ τέχνη τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l’art d’interpréter les songes.
Étymologie: ὀνειροπόλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνειροπολικός, -ή, -όν) ονειροπόλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονειροπόληση ή αυτός που αρμόζει στην ονειροπόληση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀνειροπολικόν
η τέχνη της πρόβλεψης τών μελλούμενων με την ερμηνεία τών ονείρων.