ἀγριορίγανος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ὁ, marjoram, Origanum viride, Dsc.3.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριορίγᾰνος: ὁ, τὸ ἄγριον ὀρίγανον («ῥίγανη»), Διοσκ. 3. 34.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ bot. orégano, Origanum vulgare L., Dsc.3.29.