σίδαρος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
Doric for σίδηρος; for all forms in σιδαρ-, v. σιδηρ-.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, dor. = σίδηρος, Pind.; eben so verwandeln die Dorier bei allen Ableitungen u. Zusammensetzungen mit σίδηρος η in α.
Greek (Liddell-Scott)
σίδᾱρος: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ σίδηρος· περὶ πάντων τῶν σιδαρ-, ἴδε ἐν λέξ. σιδηρ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σίδηρος.
English (Slater)
σίδᾱρος iron ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου sword (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου hammer (P. 4.246)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σίδηρος.
Greek Monotonic
σίδᾱρος: Αιολ. και Δωρ. αντί σίδηρος· για το σύνολο των τύπων του σιδαρ-, βλ. σιδηρ-.